Μέρες πολλές στοίχειωνε την μεγάλη πράσινη γλάστρα η νεκρή ακρίδα.
Ο νεαρός φύκος έριχνε που και που την σκιά του πάνω της εξομοιώνοντας το χρώμα της με αυτό του χώματος και την εξαφάνιζε.
Η γυναίκα μπαινόβγαινε στο μπαλκόνι, ελπίζοντας ένα δυνατό φύσημα του αέρα να την πάρει και να την σηκώσει, να την πάει έστω λίγα μέτρα πιο μακριά, να χαθεί επιτέλους από το οπτικό της πεδίο.
Ο αέρας όμως είχε τα δικά του σχέδια... Ζευγάρωνε ήσυχα με την άνοιξη και δεν είχε όρεξη για δουλειά. Παρατηρούσε την ανθοφορία, φιλούσε απαλά τα μπουμπούκια για να φρεσκάρει την αναπνοή του κι επιδιδόταν σε τρυφερούς εναγκαλισμούς με την ανεκτή τις περισσότερες των φορών, μεσημεριανή ζέστη.
Η γυναίκα είδε κι απόειδε, πήρε ένα μικρό χαρτονένιο κουτί από πούρα που είχε ξεμείνει στο ψυγείο της από την πρωτοχρονιά κι έβαλε την ακρίδα μέσα να πάει να την θάψει στο διπλανό οικόπεδο. Την ώρα που την σήκωνε, φορώντας το λευκό λαστιχένιο γάντι μιας χρήσεως, παρατήρησε πόσο έμοιαζε το γκρίζο καφέ σώμα της με τα δύο τρία ξερά φύλλα που ήταν πεσμένα παραδίπλα.
Πόσο μοιάζουν όλα τα πεθαμένα πράγματα, σκέφτηκε.
Ένα παιδί ακούστηκε να κλαίει δυνατά από το απέναντι μπαλκόνι.
Πόσο μοιάζουν όλα τα ζωντανά... μουρμούρησε σιγανά.
Ύστερα φόρεσε τα φτερά της ακρίδας κι έτρεξε να προλάβει να φάει την μέρα. Ποιος ξέρει αύριο με τι θα έμοιαζε... Ποιος δίνει εγγυήσεις για αυτά τα πράγματα...
(φωτογραφία : grasshoper by obicen)